χρηματιστικός

χρηματιστικός
-ή, -ό / χρηματιστικός, -ή, -όν, ΝΑ [χρηματίζω]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματιστή («χρηματιστικές εργασίες»)
2. φρ. α) «χρηματιστικό κεφάλαιο»
(οικον.) το χρηματιστηριακό κεφάλαιο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματισμό, στην απόκτηση χρημάτων
2. ο ικανός ή ο κατάλληλος για τη διεκπεραίωση δημόσιων υποθέσεων
3. προφητικός
4. αστρολ. (για αστέρες) αυτός που ασκεί επίδραση στον άνθρωπο
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρηματιστικός
άνθρωπος που ασχολείται με την πρόσκτηση χρημάτων
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρηματιστική
(ενν. τέχνη) η τέχνη τής πρόσκτησης χρημάτων
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρηματιστικόν
η εμπορική τάξη
8. φρ. «χρηματιστικὸς οἰωνός» — οιωνός που προμηνύει κέρδος (Ξεν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρηματιστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικά — χρηματιστικός of neut nom/voc/acc pl χρηματιστικά̱ , χρηματιστικός of fem nom/voc/acc dual χρηματιστικά̱ , χρηματιστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικώτερον — χρηματιστικός of adverbial comp χρηματιστικός of masc acc comp sg χρηματιστικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικῶν — χρηματιστικός of fem gen pl χρηματιστικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικόν — χρηματιστικός of masc acc sg χρηματιστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικαῖς — χρηματιστικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικαί — χρηματιστικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικοῖς — χρηματιστικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικοί — χρηματιστικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικοῦ — χρηματιστικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”